- ἰδόντων
- εἶδονseeaor part act masc/neut gen plεἶδονseeaor imperat act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μηδεπώποτε — (Α) επίρρ. ποτέ ώς τώρα, ποτέ ακόμη ώς τώρα («καὶ τῶν μηδεπώποτ ἰδόντων ἐμέ», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδέ + πώποτε «ποτέ ώς τώρα»] … Dictionary of Greek